- προκαταδικάζομαι
- και δωρ. τ. προκαδδικάζομαι Ακαταδικάζομαι εκ τών προτέρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκαταδικασθέντα — προκαταδικάζομαι to be condemned before aor part mp neut nom/voc/acc pl προκαταδικάζομαι to be condemned before aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταδικάζει — προκαταδικάζομαι to be condemned before pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταδικάζεσθαι — προκαταδικάζομαι to be condemned before pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαδδικάζομαι — Α βλ. προκαταδικάζομαι … Dictionary of Greek